Ανθρώπινα δικαιώματα και συντηρητικό ακροατήριο

Παρατηρώ ότι ένας σταθερός αντίλογος που αναπτύσσεται από το συντηρητικό ακροατήριο είναι ότι η αξίωση για χωρισμό Κράτους – Εκκλησίας θα σημάνει τον “αποχριστιανισμό της κοινωνίας μας” ή θα αποστερήσει τους Χριστιανούς Ορθόδοξους από το δικαιωμά τους να πιστεύουν ή να δηλώνουν ελεύθερα την πίστη τους. Λίγες μέρες πριν, κάποιος είχε απαντήσει σε μια τοποθέτησή μου για την δημόσια διαβούλευση, ότι δεν χρειάζονται τέτοιες διαδικασίες, αφού η κοινωνία ούτως ή άλλως κυβερνά μέσα από τους αιρετούς εκπροσώπους της.

Συγκεκριμένα, ο σχολιαστής αναφέρει:

"Έχετε σκεφτεί μήπως ο νομικιστικού τύπου διαχωρισμός Πολιτείας-πολίτη σε ένα δημοκρατικό καθεστώς είναι ιδεολογικά παράλογος και ότι η μόνη διαφορά δημόσιας-κοινοβουλετικής διαβούλευσης είναι γραφειοκρατικού (μη ουσιαστικού) χαρακτήρα;"

Υπάρχει δηλαδή θεμελιώδης σύγχυση: ότι η κοινωνία ταυτίζεται με το Κράτος. Ότι όλοι είμαστε εξουσία, αφού είμαστε Έλληνες και ζούμε στην Ελληνική Δημοκρατία. Σύμφωνα με το ίδιο δόγμα, για να παραμείνουμε στην εξουσία θα πρέπει να καταλάβουν οι μειοψηφίες (οι μη - Έλληνες, οι μη-Χριστιανοί Ορθόδοξοι, και άλλα πολλά “μη”) ότι είναι “φιλοξενούμενες” και οφείλουν να δείχνουν σεβασμό στις επιλογές της πλειοψηφίας, η οποία απλώς τις ανέχεται.

Αυτή η σύγχυση της ταύτισης της κοινωνίας με το Κράτος καλλιεργείται κι από πολιτικά κόμματα, κοινοβουλευτικά και εξωκοινοβουλευτικά.

Είναι προφανές ότι απευθύνονται σε ένα κοινό, το οποίο δεν έχει διδαχθεί Στοιχεία Δημοκρατικού Πολιτεύματος και δεν έχει κάνει μια στοιχειώδη ανάγνωση του Συντάγματος.

Το Σύνταγμα, λοιπόν, το ζήτησε ο λαός από τον βασιλέα του το 1843, ακριβώς επειδή είναι άλλο πράγμα ο λαός κι άλλο πράγμα το Κράτος. Το Σύνταγμα το ζήτησε ο λαός για να διευκρινιστεί ποιες εξουσίες έχει το Κράτος και ποια δικαιώματα έχουν οι πολίτες. Διότι είναι σαφές ότι οι εξουσίες του Κράτους – το οποίο έχει στα χέρια του όλες τις δυνατότητες επιβολής στους εξουσιαζόμενους- δεν θα βρίσκονται πάντα σε συμφωνία με τα ατομικά έννομα συμφέροντα του κάθε πολίτη. Πάρτε για παράδειγμα την απαλλοτρίωση οικοπέδων: αν ο πολίτης ταυτιζόταν με το Κράτος ή θα έπρεπε να παραχωρήσει δωρεάν το σπίτι του για να γίνει δρόμος (και να μείνει άστεγος) ή δεν θα γινόταν δημόσιο έργο στην έκταση που το απαιτούσε ο σχεδιασμός του. Με το Σύνταγμα τα συμφέροντα εξισορροπούνται: ο δικαστής ορίζει το τίμημα που το Κράτος θα καταβάλλει στον πολίτη.

Τα ατομικά δικαιώματα είναι εξουσίες του ατόμου έναντι του Κράτους. Δεν είναι τυχαίο ότι κατοχυρώνονται μέσα από το Σύνταγμα – το οποίο δεν αλλάζει με τις κατά καιρούς πλειοψηφικές τάσεις, αλλά με δυσκίνητες και χρονοβόρες διαδικασίες που εγγυώνται την ευρύτατη συναίνεση στην μεταβολή του- κι όχι μέσα από τους κοινούς νόμους. Είναι χαζό το επιχείρημα που λέγεται: “ας κάνουμε ένα δημοψήφισμα και θα δείτε ποιοι θέλουν τους σταυρούς στα σχολεία”. Μα, δεν είναι θέμα πλειοψηφίας. Τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν αφορούν ούτε τους πολλούς, ούτε τους λίγους: αφορούν καθέναν ατομικά. Γι' αυτό τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν είναι μια υπόθεση που μπορεί να αφορά μόνο τους πολιτικούς, οι οποίοι άγονται και φέρονται από τις πρόσκαιρες πλειοψηφίες που καθορίζουν την εκλογή τους ή μη. Είναι υπόθεση που αφορά διακρατικούς νομοθέτες, χωρίς άμεσο φόβο του πολιτικού κόστους και είναι υπόθεση που αφορά δικαστές, οι οποίοι επίσης δεν είναι αιρετοί. Eίναι υπόθεση που αφορά μη κυβερνητικές οργανώσεις, την Κοινωνία των Πολιτών που δεν νοιάζεται για πολιτικό κόστος. Αυτή είναι η διαφορά του “κράτους δικαίου” από την “αρχή της πλειοψηφίας”. Και τα δύο όμως είναι συνιστώσες της δημοκρατίας. Δεν μπορούμε να έχουμε δημοκρατία μόνο με δικαιοκρατικούς θεσμούς (που δεν εκφράζουν την πλειοψηφία) αλλά δεν μπορούμε να έχουμε δημοκρατία και μόνο με βάση τις πλειοψηφίες, διότι αυτές καταπνίγουν την ατομικότητα και την αυταξία της ανθρώπινης μονάδας.

Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης αποτελεί ένα από τα ατομικά δικαιώματα που διασφαλίζει το Σύνταγμα της Ελλάδας ήδη από την πρώτη του έκδοση. Η ιστορική συγκυρία ήταν γνωστή: ο κορμός του λαού ανήκε στην Ορθόδοξη Εκκλησία και η ανεξιθρησκεία αποτελούσε αίτημα ήδη έναντι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στη συνέχεια όμως, η Ορθόδοξη Εκκλησία, εκτός από φορέας συλλογικής ενάσκησης ανθρώπινου δικαιώματος, έλαβε νομική θέση στην δημόσια ζωής της χώρας, μέσα από την κατοχύρωσή της ως φορέας του Κράτους. Έτσι έχουμε το νομικό παράδοξο ενός συλλογικού φορέα ανθρώπινου δικαιώματος, ο οποίος ταυτόχρονα αποτελεί και εξουσιαστικό παράγοντα και λειτουργικό μέτοχο δημοσίου δικαίου αρμοδιοτήτων. Έτσι η Εκκλησία απολαμβάνει τις δυνατότητες τόσο ενός κρατικού οργανισμού, όσο και ενός φορέα ανθρώπινων δικαιωμάτων. Το βέβαιο είναι ότι η Εκκλησία δεν ταυτίζεται με την κοινωνία. Διότι ακόμη και με εκκλησιαστικούς όρους, υπάρχει διάκριση ανάμεσα σε “κληρικούς” και “λαϊκούς”. Επιπλέον μέσα στην κοινωνία δεν υπάρχει μόνο το ποίμνιο της Εκκλησίας, αλλά και όλοι οι υπόλοιποι πολίτες, οι οποίοι μπορεί να είναι πιστοί άλλων δογμάτων ή θρησκειών ή να είναι άθρησκοι.

Παρ' όλο που η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι κρατικός οργανισμός, το Κράτος έχει σίγουρα την υποχρέωση να υλοποιεί την δέσμευση του άρθρου 13 του Συντάγματος, δηλαδή να επιτρέπει σε κάθε πολίτη να πιστεύει σε όποιο θρήσκευμα επιλέγει ο ίδιος και να μετέχει στις λατρευτικές διαδικασίες κάθε γνωστής θρησκείας. Δηλαδή το Κράτος οφείλει να απέχει από την επιβολή ενός συγκεκριμένου θρησκεύματος, ακόμη κι αν αυτό έχει αναγνωριστεί ως το στατιστικά επικρατούν, ως η “επικρατούσα θρησκεία” που διαπιστώνεται στο άρθρο 3. Το συντηρητικό ακροατήριουποστηρίζει ότι το άρθρο 3 δεν “διαπιστώνει” απλώς, έχει κανονιστικό περιεχόμενο (δηλ. επιβάλλει). Αν ίσχυε αυτό θα σήμαινε: α) ότι το Κράτος οφείλει να διασφαλίζει εις τους αιώνες των αιώνων ότι ο Χριστιανισμός θα παραμείνει με το ζόρι η επικρατούσα θρησκεία και ότι: β) η ελευθερίας θρησκευτικής συνείδησης είναι κενό γράμμα, αφού αν πληθυσμιακά ξεφεύγουμε από την “επικρατούσα” θα πρέπει να λαμβάνονται μέτρα για να επανερχόμαστε. Δεν είναι όμως αυτό το περιεχόμενο ούτε του άρθρου 3, το οποίο διαπίστωνε μια πραγματικότητα του 1975– όπως και το άρθρο 16 παρ. 2 διαπιστώνει την “πραγματικότητα” ότι στα σχολεία φοιτούν Έλληνες και γι' αυτό πρέπει να φροντίσει το κράτος για την εθνική και θρησκευτική τους συνείδηση- ούτε του άρθρου 13. Το άρθρο 3 έρχεται να κατοχυρώσει συνταγματικά την θέση ενός συγκεκριμένου θρησκευτικού οργανισμού,επειδή ιστορικά εξέφραζε συλλογικά την κρατούσα θρησκεία. Όπως στο άρθρο 14 παρ. 9 εξαγγέλλεται η αρχή της διαφάνειας για να δικαιολογηθεί η (λάθος) ρύθμιση περί βασικού μετόχου. Συνεπώς τα περί κρατούσας θρησκείας είναι αιτιολογικά – διαπιστωτικά και το κανονιστικό περιεχόμενο βρίσκεται στην κατοχύρωση της Εκκλησίας ως δημόσιου οργανισμού.

Επομένως, το Κράτος οφείλει να διαμορφώσει ένα περιβάλλον στο οποίο θα είναι σεβαστή η ελεύθερη λατρεία κάθε θρησκεύματος και σαφώς προκειμένου να ικανοποιήσει αυτή την συνταγματική υποχρέωση, το περιβάλλον αυτό θα πρέπει να είναι διαμορφωμένο ανάλογα και με τους πληθυσμιακούς συσχετισμούς. Δηλαδή η διαμόρφωση του κατάλληλου περιβάλλοντος θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη και την έκταση των πραγματικών αναγκών.

Αυτή η παραδοχή όμως, η οποία βασίζεται στην αρχή της αναλογικότητας, δεν μπορεί να φτάνει στην εξωλατρευτική προώθηση της επικρατούσας ή οποιασδήποτε άλλης θρησκείας στο πλαίσιο της εκπλήρωσης συνταγματικών υποχρεώσεων του Κράτους. Το ότι οι περισσότεροι που βρίσκονται στην Ελλάδα μάλλον είναι χριστιανοί δεν σημαίνει ότι θα πρέπει το Κράτος να εκλαμβάνει ως δεδομένο ότι επιθυμούν κι όλας την υπόμνηση των θρησκευτικών τους υποχρεώσεων ανά πάσα στιγμή. Η απομάκρυνση θρησκευτικών συμβόλων από αίθουσες διδασκαλίας και από δημόσιες υπηρεσίες δεν ισοδυναμεί με παραβίαση της θρησκευτικής ελευθερίας των πιστών Χρισιτανών, οι οποίοι θα πρέπει να αναζητήσουν την ενάσκηση της λατρείας στο πλαίσιο των αφιερωμένων σε αυτήν χώρων ή και στο πλαίσιο της ιδιωτικής τους ζωής.

Το συντηρητικό ακροατήριο ισχυρίζεται ότι οι απομακρύνσεις θρησκευτικών συμβόλων από την εκπαιδευτική διαδικασία έρχεται σε αντίθεση με τη συνταγματική υποχρέωση της δημόσιας δωρεάν παιδείας για ανάπτυξη θρησκευτικής συνείδησης των Ελλήνων (άρθρο 16 παρ. 2 Συντάγματος). Εκτός του ότι στις σχολικές αίθουσες της Ελλάδας δεν υπάρχουν πλέον μόνο Έλληνες (όπως γράφει το Σύναγμα του 1975), αλλά και πολίτες άλλων εθνοτικών καταγωγών και άλλων χωρών, η συνταγματική επιταγή δεν υποχρεώνει φυσικά το Κράτος να γίνει ο χριστιανικός πνευματικός πατέρας των μαθητών, ούτε η έννοια της “θρησκευτικής συνείδησης” ταυτίζεται με την ιδιότητα του καλού χριστιανού. Το Σύνταγμα σε αυτή την προγραμματικής φύσης διάταξή του, ότι τα παιδιά πρέπει να συνειδητοποιήσουν τη σημασία που έχει το φαινόμενο της θρησκείας στην ζωή του ανθρώπου, δεν επιβάλλει ότι οι μαθητές πρέπει να καταστούν ποίμνιο. Το Σύνταγμα δεν ταυτίζει το ρόλο του σχολείου με το ρόλο της Εκκλησίας.

Έπειτα το συντηρητικό ακροατήριο ισχυρίζεται ότι στερείται δικών του δικαιωμάτων από την απομάκρυνση των θρησκευτικών συμβόλων από τα σχολεία και τις δημόσιες υπηρεσίες. Εμμένει ότι η μειοψηφία και οι αξιώσεις της για θρησκευτική ουδετερότητα του κράτους, αποστερεί από τους Χριστιανούς Ορθόδοξους ένα κεκτημένο: το χριστιανικό ιστορικό υπόβαθρο της Ελληνικής κοινωνίας και τις παραδόσεις της δημόσιας ζωής στην Ελλάδα. Υποστηρίζει ότι ως πλειοψηφία, δεν νοείται να παραβιάζονται τα δικαιώματά του επειδή το ζητούν μεμονωμένοι πολίτες ή μικρότερες θρησκευτικές ομάδες ή και τρίτοι όπως οι μη κυβερνητικές οργανώσεις. Οι διαφορετικοί έχουν υποχρέωση, σύμφωνα με την άκρα δεξιά, να ανέχονται ότι είναι φιλοξενουμενοι (ακόμη κι αν είναι γηγενείς) σε μια χριστιανική χώρα. Είναι όμως όντως παραβίαση των δικαιωμάτων του χριστιανικού πληθυσμού η αφαίρεση των συμβόλων από τις διαδικασίες δημοσίου δικαίου; Ασκείται κάποιο ανθρώπινο δικαίωμα μέσα από την ανάρτηση του σταυρού στα σχολεία ή σταδικαστήρια; Είναι προφανές πως, όχι. Το δικαίωμα της λατρείας ασκείται θετικά μέσα από συγκεκριμένες τελετές της γνωστής θρησκείας, μέσα από την ελευθερία της ομολογίας, την ύπαρξη ναών και υποδομών για την ενάσκηση των θρησκευτικών υποχρεώσεων κάθε ατόμου. Δεν ασκείται μέσα στα σχολεία, δεν ασκείται μέσα στα δικαστήρια.

Αλλά ούτε η αφαίρεση των συμβόλων αποστερεί τους φορείς του δικαιώματος από την απόλαυση ενός περιβάλλοντος ανάπτυξης των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων: δεν ισοδυναμεί με γκρέμισμα ναών ή επιβολής απαγορεύσεων στην ελευθερία της έκφρασης. Είναι αντίστοιχο με την αφαίρεση του υποχρεωτικού πεδίου για την δήλωση του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες: δεν αποτελεί δικαίωμα του καθενός το τι θα γράφει ένα δημόσιο έγγραφο. Αποτελεί ενάσκηση δημόσιας εξουσίας, η οποία αποφασίζει κυριαρχικά για το περιεχόμενό του. Ο πιστός μπορεί να ομολογήσει την πίστη του το πλαίσιο της ελευθεριας της έκφρασης και της θρησκευτικής συνείδησης, η οποία προφανώς και δεν περιλαμβάνει τα δημόσια μητρώα που πρέπει να περιέχουν κατά το δυνατό ελάχιστα δεδομένα.

Ορισμένα μέλη του συντηρητικού ακροατηρίου το πάνε πιο πέρα: αφού τα σχολεία και ταδικαστήρια δεν είναι τόποι θρησκευτικής λατρείας, γιατί οι μειοψηφίες ζητάνε τη αφαίρεση των συμβόλων επικαλούμενες την ελευθερίας της θρησκευτικής τους συνείδησης; Μα επειδή η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης έχει κυρίως αμυντικό περιεχόμενο: το κράτος οφείλει να διαμορφώνει ένα περιβάλλον για την ανάπτυξη όλων των θρησκευμάτων (θετικό περιεχόμενο) αλλά πιο πριν οφείλει να απέχει από την επιβολή ενός συγκεκριμένου θρησκεύματος σε διαδικασίες υποχρεωτικές για όλους τους πολίτες (αμυντικό περιεχόμενο). Η παρουσία του σταυρού στα δικαστήρια και τα σχολεία δεν αποτελεί μεν “υποχρεωτικό εκκλησιασμό” (πρακτική που ακόμη συνεχίζεται στο στρατό), συνιστά όμως επιβολή θέασης ενός συγκεκριμένου συμβόλου με τεράστια συνειδησιακή επιρροή στους κρίνοντες ως προς την τοποθέτηση του κρινόμενου. Η σταθερά ενός συμβόλου μέσα στον χώρο, αποτελεί αναπόφευκτα μέτρο σύγκρισης συμπεριφοράς ως προς την αποδοχή ή μη αποδοχή του συμβόλου. Έτσι, ο καλός μαθητής είναι ο καλος χριστιανός και ο αξιόπιστος μάρτυρας είναι αυτός που ορκίζεται στο ιερό ευαγγέλιο όχι αυτός που το αποφεύγει, επικαλούμενος το αόριστο μέγεθος της τιμής και της υπόληψής του. Επίσης η μετάνοια ενός χριστιανού κατηγορούμενουκαι η προφορική ενδεχομένως επίκληση του θεού κατά την απολογία του, αυτομάτως τον τοποθετεί σε ευθυγράμμιση με το τυχόν υφιστάμενο σύμβολο. Όλα αυτά τα συνειδησιακά προβλήματα επιλύονται με μια κίνηση: με την αφαίρεσή των συμβόλων από τις υποχρεωτικές διαδικασίες και την αφαίρεση γενικά κάθε κριτηρίου το οποίο μπορεί να αποτελέσει αφορμή για διακρίσεις με βάση τις προκαταλήψεις του κρίνοντος.

Η επιστροφή των εικόνων από τα σχολεία και τα δικαστήρια στις εκκλησίες και τα εικονοστάσια δεν συνιστά “αποχριστιανισμό” της κοινωνίας, αφού δεν αφορά την κοινωνία, αλλά το Κράτος. Δεν αφορά τους φορείς των ανθρώπινων δικαιωμάτων, αλλά την εξουσία.

Η αποκαθήλωση αυτή είναι αναγκαία γιατί απελευθερώνει την κοινωνία από συγχύσεις και οδηγεί τους πολίτες που αναζητούν αξίες στα μέρη όπου αυτές καλλιεργούνται: η δικαιοσύνη σταδικαστήρια, η εκπαίδευση στα σχολεία, η λατρεία στους ναούς.