«Εξήγησέ μου πώς εκατοντάδες θεατές κάθε βράδυ (περί τους 600) κάθονται επί 4 ώρες στις καρέκλες τους για να δουν τον κατά Μαρμαρινό "Φάουστ".» Να μια ερώτηση που συχνά ακούω, μαζί με το «μα, πέρασαν δύο εβδομάδες από τότε που είδες την παράσταση, πότε θα γράψεις επιτέλους». Ολες οι ερωτήσεις, οι ώμοι που ανασηκώθηκαν αδιάφορα, τα φρύδια που υψώθηκαν οργισμένα, τα χείλη που κινήθηκαν επαναλαμβάνοντας λέξεις στην παράσταση, η πολεμική για το «υπέροχο – τι λες εγώ δεν το άντεξα», συνιστούν μέρος της παράστασης. Μια παράσταση που εντόπισε μια νέα διαδρομή στο αθηναϊκό θέατρο, προκαλώντας ένα πραγματικό αστικό debate, συνεχίζοντας να παράγεται, να ξεδιπλώνεται, να συζητιέται και μετά την απομάκρυνση από το θέατρο. Ο «Φάουστ» του Γκαίτε, σε μετάφραση Πέτρου Μάρκαρη και σκηνοθεσία Μιχαήλ Μαρμαρινού, είναι μια παράσταση που διεκδικεί και κατακτά σαφώς περισσότερο χρόνο από τις 4 ώρες που αναγράφει το πρόγραμμα. Διεκδικεί μέρες...Βρέθηκα στην παράσταση την Κυριακή 18 Ιανουαρίου. Και είδα, άκουσα, κατάλαβα:
Ο Μιχαήλ Μαρμαρινός σκηνοθέτησε τον Φάουστ με τον Ακύλλα Καραζήση στον ρόλο-άθλο, ξεκαθαρίζοντας ήδη από το πρόγραμμα τις προθέσεις του: «Ο Φάουστ δεν είναι θεατρικό έργο, είναι ένα ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑ». Ετσι, οι θεατές που πηγαίνουν έτοιμοι για μια συνηθισμένη βραδιά θεάτρου στο μητροπολιτικό θέατρο της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών, πλανώνται. Μπορεί ο Μιχαήλ Μαρμαρινός, να βρέθηκε από την αποθήκη του θεάτρου Θησείον στην γιγαντιαία σκηνή της Στέγης, όμως, οι θεατές πρέπει να σκάψουν, να κοπιάσουν, όπως οι ηθοποιοί στη σκηνή. Και ακόμα περισσότερο. Τίποτα δεν προσφέρεται ανώδυνα και άκοπα σ' αυτόν τον «Φάουστ». Δεν υπάρχουν ευκολίες και συμβάσεις αρεσκείας με τον θεατή. «Αν κάποιος με ρωτούσε τι είναι ο Φάουστ θα του έδινα μία και μόνη απάντηση: είναι ό,τι βλέπεις» σημειώνει ο Πέτρος Μάρκαρης στο πρόγραμμα. Και έτσι συμβαίνει. Γι'αυτό και υπάρχουν εντελώς αντιθετικές προσεγγίσεις και αντιδράσεις από το κοινό.
Αλλωστε, ο ίδιος ο Γκαίτε πάλεψε με τον «Φάουστ»: ένα ατέρμονο κείμενο που ποτέ δεν έφτανε στο τέλος, κρατώντας άγρυπνο και εξουθενωμένο τον δημιουργό του. Ισως επειδή ο ίδιος ο αναγνώστης, εν προκειμένω ο ίδιος ο θεατής, πρέπει να το κλείσει. Να βάλει τη δική του κατακλείδα, όπως αξίζει σε ένα έργο τέχνης, ανθρώπινο εγχείρημα.
Και μέσα σε αυτό το ανθρώπινο εγχείρημα, υπήρχαν στιγμές που ένιωσα πως ο Μιχαήλ Μαρμαρινός με άφησε μόνη, σαν να μου γύρισε λίγο την πλάτη για να προχωρήσει παρακάτω μόνος του. Τα λόγια ήταν εκεί και πάντα με άρπαζαν, όμως, για να έρθουν μετά πάλι τα κύματα των εικόνων και των χειρονομιών επί σκηνής, για να με βάλουν στο παιχνίδι του Φάουστ. Η διπλανή μου στο διάλειμμα.«Ξέρεις τι μου λείπει; Η συγκίνηση. Δεν με συγκινεί». Για να μου σφίξει το χέρι στο δεύτερο μέρος, όταν ακούστηκε από τη σκηνή το δημοτικό τραγούδι (μια κόρη ρόδα μάζευε).
Ο Μιχαήλ Μαρμαρινός επέλεξε, πέραν του Φάουστ, που ερμηνεύει ο Ακύλας Καραζήσης, να σπάσει τον ρόλο του Μεφιστοφελή, να τον μοιράσει σε έξι ηθοποιούς. Το ίδιο και τον ρόλο της Μαργαρίτας, με την ταυτόχρονα παιδίσκη και αισθαντική, Δάφνη Ιωακειμίδου Πατακιά, να κυριαρχεί και να ενσαρκώνει το τέλος της Μαργαρίτας. Αυτή την ανεπαίσθητη ταλάντευση, κρεμασμένη στη σκηνή, δευτερόλεπτα πριν από το τέλος. Τα σκηνικά της παράστασης ήταν όπως μας έχει συνηθίσει ο Μιχαήλ Μαρμαρινός: τα ουσιώδη, με τα τραπέζια να κυριαρχούν, μέσα συνάντησης, άσκησης εξουσίας, στήριγμα.
Και κάπως έτσι, βγαίνοντας από τη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, το status μου στο facebook ήταν «dazed and confused», καθώς στο inbox και στα μηνύματα και στους τοίχους των social media δινόταν μάχη. Φίλοι πιάνονταν στα... χέρια, σε δύο μέτωπα για την παράσταση. Γι' αυτή την παράσταση, που είναι απολύτως αδύνατο να απαντήσεις από την επιλογή «Μου αρέσει», «Δεν μου αρέσει». Γιατί είναι μια εμπειρία στην άγρια χώρα της γραφής και του θεάτρου.
*Εξήγηση για τον τίτλο: Η παράσταση αρχίζει με το «Αχ» που ψιθυρίζει ο Φάουστ. Και όπως έγραψε ο Κίττλερ, ολόκληρος ο κλασικορομαντισμός 19ος αιώνας ξεκινησε με ένα «άχ».
*Η παράσταση πήρε παράταση μέχρι τις 9 Φεβρουαρίου. Ο σκύλος που εμφανιζόταν για δευτερόλεπτα στη σκηνή λίγο πριν την αυλαία, απομακρύνθηκε.
- Η ενάρετη Μαργαρίτα μαδά μια μαργαρίτα, για να δει αν την αγαπά ο αμαρτωλός Φάουστ. Το πλήθος και ο Μεφιστοφελής παραμονεύουν.
- Η Μαργαρίτα, που ερωτεύθηκε τον Φάουστ, κρέμεται ανάποδα, γυμνή, νεκρή με μια ταλάντευση του σκοινιού, ανεπαίσθητη στη σκηνή της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών. Από κάτω, ένας μαύρος σκύλος.
- Ο Φάουστ ξεριζώνει τα σωθικά ενός ψαριού και προσπαθεί να βρει τη δίκαιη λέξη για αυτό που θέλει να πει: «Εν αρχή είναι ο λόγος. Εν αρχή είναι ο νους. Εν αρχή είναι η ισχύς. Εν αρχή είναι η πράξη»
- Οι ηθοποιοί, απόγονοι του χορού μιας αρχαίας τραγωδίας, στο γλέντι που καλούν τον Φάουστ – εξωτικός ανάμεσά τους- τραγουδούν δυνατά, στη σειρά «θα βγω και θα τραγουδήσω στο πιο ψηλότερο βουνό». «Απόψε φίλα με να με χορτάσεις».
- H φωνή που λέει σοφά: «το μουνί δεν είναι αρνί»
- Και η άλλη «το κακό έφυγε και μείναν οι κακοί»
Ο Μιχαήλ Μαρμαρινός σκηνοθέτησε τον Φάουστ με τον Ακύλλα Καραζήση στον ρόλο-άθλο, ξεκαθαρίζοντας ήδη από το πρόγραμμα τις προθέσεις του: «Ο Φάουστ δεν είναι θεατρικό έργο, είναι ένα ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑ». Ετσι, οι θεατές που πηγαίνουν έτοιμοι για μια συνηθισμένη βραδιά θεάτρου στο μητροπολιτικό θέατρο της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών, πλανώνται. Μπορεί ο Μιχαήλ Μαρμαρινός, να βρέθηκε από την αποθήκη του θεάτρου Θησείον στην γιγαντιαία σκηνή της Στέγης, όμως, οι θεατές πρέπει να σκάψουν, να κοπιάσουν, όπως οι ηθοποιοί στη σκηνή. Και ακόμα περισσότερο. Τίποτα δεν προσφέρεται ανώδυνα και άκοπα σ' αυτόν τον «Φάουστ». Δεν υπάρχουν ευκολίες και συμβάσεις αρεσκείας με τον θεατή. «Αν κάποιος με ρωτούσε τι είναι ο Φάουστ θα του έδινα μία και μόνη απάντηση: είναι ό,τι βλέπεις» σημειώνει ο Πέτρος Μάρκαρης στο πρόγραμμα. Και έτσι συμβαίνει. Γι'αυτό και υπάρχουν εντελώς αντιθετικές προσεγγίσεις και αντιδράσεις από το κοινό.
Αλλωστε, ο ίδιος ο Γκαίτε πάλεψε με τον «Φάουστ»: ένα ατέρμονο κείμενο που ποτέ δεν έφτανε στο τέλος, κρατώντας άγρυπνο και εξουθενωμένο τον δημιουργό του. Ισως επειδή ο ίδιος ο αναγνώστης, εν προκειμένω ο ίδιος ο θεατής, πρέπει να το κλείσει. Να βάλει τη δική του κατακλείδα, όπως αξίζει σε ένα έργο τέχνης, ανθρώπινο εγχείρημα.
Και μέσα σε αυτό το ανθρώπινο εγχείρημα, υπήρχαν στιγμές που ένιωσα πως ο Μιχαήλ Μαρμαρινός με άφησε μόνη, σαν να μου γύρισε λίγο την πλάτη για να προχωρήσει παρακάτω μόνος του. Τα λόγια ήταν εκεί και πάντα με άρπαζαν, όμως, για να έρθουν μετά πάλι τα κύματα των εικόνων και των χειρονομιών επί σκηνής, για να με βάλουν στο παιχνίδι του Φάουστ. Η διπλανή μου στο διάλειμμα.«Ξέρεις τι μου λείπει; Η συγκίνηση. Δεν με συγκινεί». Για να μου σφίξει το χέρι στο δεύτερο μέρος, όταν ακούστηκε από τη σκηνή το δημοτικό τραγούδι (μια κόρη ρόδα μάζευε).
Ο Μιχαήλ Μαρμαρινός επέλεξε, πέραν του Φάουστ, που ερμηνεύει ο Ακύλας Καραζήσης, να σπάσει τον ρόλο του Μεφιστοφελή, να τον μοιράσει σε έξι ηθοποιούς. Το ίδιο και τον ρόλο της Μαργαρίτας, με την ταυτόχρονα παιδίσκη και αισθαντική, Δάφνη Ιωακειμίδου Πατακιά, να κυριαρχεί και να ενσαρκώνει το τέλος της Μαργαρίτας. Αυτή την ανεπαίσθητη ταλάντευση, κρεμασμένη στη σκηνή, δευτερόλεπτα πριν από το τέλος. Τα σκηνικά της παράστασης ήταν όπως μας έχει συνηθίσει ο Μιχαήλ Μαρμαρινός: τα ουσιώδη, με τα τραπέζια να κυριαρχούν, μέσα συνάντησης, άσκησης εξουσίας, στήριγμα.
Και κάπως έτσι, βγαίνοντας από τη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, το status μου στο facebook ήταν «dazed and confused», καθώς στο inbox και στα μηνύματα και στους τοίχους των social media δινόταν μάχη. Φίλοι πιάνονταν στα... χέρια, σε δύο μέτωπα για την παράσταση. Γι' αυτή την παράσταση, που είναι απολύτως αδύνατο να απαντήσεις από την επιλογή «Μου αρέσει», «Δεν μου αρέσει». Γιατί είναι μια εμπειρία στην άγρια χώρα της γραφής και του θεάτρου.
*Εξήγηση για τον τίτλο: Η παράσταση αρχίζει με το «Αχ» που ψιθυρίζει ο Φάουστ. Και όπως έγραψε ο Κίττλερ, ολόκληρος ο κλασικορομαντισμός 19ος αιώνας ξεκινησε με ένα «άχ».
*Η παράσταση πήρε παράταση μέχρι τις 9 Φεβρουαρίου. Ο σκύλος που εμφανιζόταν για δευτερόλεπτα στη σκηνή λίγο πριν την αυλαία, απομακρύνθηκε.