«Μα πως καταφέρνεις πάντα και είσαι με το χαμόγελο, δείχνεις τόσο ευτυχισμένος, τόσο πλήρης κάθε στιγμή, παρόλο που έρχονται σε σένα καθημερινά προβλήματα. Μου φαίνεσαι σα να επιπλέεις σε μία θάλασσα άγχους και μικρότητας, μου φαίνεσαι σαν εσύ να πηγαίνεις αντίθετα σε ένα γεμάτο ρεύμα ανθρώπων. Φαίνεσαι χαρούμενος όταν ασχολείσαι με κάθε τι το μικρό, που για τον περισσότερο κόσμο είναι απλά μια βαρετή διεκπεραίωση. Πες μου πως τα καταφέρνεις;» Ρώτησε ο καλόγερος Σεκ τον Δάσκαλό του.
- «Κάνω απλά ότι κάνουν και οι άλλοι, είμαι ανοιχτός επίσης στο να ακούω, να παραδίνομαι και να καταλαβαίνω αυτά τα πράγματα που είναι πέρα από τα γνωστά μου, και με αυτό τον τρόπο γνωρίζω και εγώ έναν άγνωστο εαυτό μου, χαρούμενος βιώνω συνεχώς μια ηρεμία που επικρατεί στο κέντρο κάθε κυκλώνα. Θα σου πω μια ιστορία.» είπε ο Δάσκαλος.
«Μια φορά και έναν καιρό ξεκινήσαν δύο χρυσοθήρες να ψάξουν να βρουν χρυσό στη μακρινή χώρα του βορρά. Ο ένας αποφάσισε να πάει σε έναν ξερό λόφο, και ξεκίνησε να φτιάχνει ένα λαγούμι, ένα τούνελ, μία μικρή σήραγγα. Ήταν πολύ κοπιαστική η δουλειά του, γιατί έπρεπε να απομακρύνει τόνους χώματος. Ήταν δυστυχισμένος καθημερινά αλλά του έδινε κουράγιο το ότι κυνηγούσε μία ολόκληρη φλέβα χρυσού, οπότε μελλοντικά θα μπορούσε να ήταν πλούσιος, άρα και ευτυχισμένος. Κάθε βράδυ ονειρευόταν ότι θα έβρισκε τη φλέβα και αυτό του έδινε κουράγιο να αντιμετωπίσει τη θλιβερή, μονότονη και κουραστική μέρα του.»
«Ο δεύτερος χρυσοθήρας αποφάσισε να πάει σε ένα ποτάμι. Είχε μόνο το γεμάτο τρύπες τηγανάκι του, που με αυτό κοσκίνιζε την άμμο του ποταμού. Παράλληλα έκανε τη βόλτα του στο υπέροχο καταπράσινο δάσος, ψάρευε και μάζευε τα άγρια φρούτα που έβρισκε. Εργαζόταν λίγες ώρες την ημέρα, τόσες ώστε να μην βαριέται ποτέ, γιατί ήταν υπέροχη η κάθε στιγμή που έβρισκε ένα μικρό σβωλάκι χρυσού. Ήταν ευτυχισμένος συνεχώς. Αν κάποια μέρα δεν έβρισκε χρυσό, σήμαινε ότι έπρεπε να πάει να γνωρίσει ένα άλλο υπέροχο καταπράσινο μέρος του ποταμού. Κάθε βράδυ κοιμόταν ευχαριστημένος, μη έχοντας καμία μελλοντική προσδοκία, του αρκούσαν αυτά τα μικρούλια ψήγματα χρυσού που είχαν έρθει στο δρόμο του…»
- «Κάνω απλά ότι κάνουν και οι άλλοι, είμαι ανοιχτός επίσης στο να ακούω, να παραδίνομαι και να καταλαβαίνω αυτά τα πράγματα που είναι πέρα από τα γνωστά μου, και με αυτό τον τρόπο γνωρίζω και εγώ έναν άγνωστο εαυτό μου, χαρούμενος βιώνω συνεχώς μια ηρεμία που επικρατεί στο κέντρο κάθε κυκλώνα. Θα σου πω μια ιστορία.» είπε ο Δάσκαλος.
«Μια φορά και έναν καιρό ξεκινήσαν δύο χρυσοθήρες να ψάξουν να βρουν χρυσό στη μακρινή χώρα του βορρά. Ο ένας αποφάσισε να πάει σε έναν ξερό λόφο, και ξεκίνησε να φτιάχνει ένα λαγούμι, ένα τούνελ, μία μικρή σήραγγα. Ήταν πολύ κοπιαστική η δουλειά του, γιατί έπρεπε να απομακρύνει τόνους χώματος. Ήταν δυστυχισμένος καθημερινά αλλά του έδινε κουράγιο το ότι κυνηγούσε μία ολόκληρη φλέβα χρυσού, οπότε μελλοντικά θα μπορούσε να ήταν πλούσιος, άρα και ευτυχισμένος. Κάθε βράδυ ονειρευόταν ότι θα έβρισκε τη φλέβα και αυτό του έδινε κουράγιο να αντιμετωπίσει τη θλιβερή, μονότονη και κουραστική μέρα του.»
«Ο δεύτερος χρυσοθήρας αποφάσισε να πάει σε ένα ποτάμι. Είχε μόνο το γεμάτο τρύπες τηγανάκι του, που με αυτό κοσκίνιζε την άμμο του ποταμού. Παράλληλα έκανε τη βόλτα του στο υπέροχο καταπράσινο δάσος, ψάρευε και μάζευε τα άγρια φρούτα που έβρισκε. Εργαζόταν λίγες ώρες την ημέρα, τόσες ώστε να μην βαριέται ποτέ, γιατί ήταν υπέροχη η κάθε στιγμή που έβρισκε ένα μικρό σβωλάκι χρυσού. Ήταν ευτυχισμένος συνεχώς. Αν κάποια μέρα δεν έβρισκε χρυσό, σήμαινε ότι έπρεπε να πάει να γνωρίσει ένα άλλο υπέροχο καταπράσινο μέρος του ποταμού. Κάθε βράδυ κοιμόταν ευχαριστημένος, μη έχοντας καμία μελλοντική προσδοκία, του αρκούσαν αυτά τα μικρούλια ψήγματα χρυσού που είχαν έρθει στο δρόμο του…»