Ένας φίλος τηλεφώνησε μέσα σε μια νύχτα του χειμώνα. «Έλα, βρήκα μία αγριόπαπια. Τη μάζεψα εδώ στο διαμέρισμα, αλλά δε ξέρω τι να τη κάνω. Υπάρχει κανένα μέρος που θα μπορούσε να μείνει;» Σε ερώτησή μας για το πώς τη βρήκε, είπε ότι περπατούσε περιφερειακά στο Καρπενήσι, άκουσε σπινθηρισμούς πάνω στα ηλεκτροφόρα καλώδια και τζουπ, κάτω η πάπια, τρομαγμένη και ενδεχομένως χτυπημένη από το ρεύμα. Υπήρχε ένα κοτέτσι χωρίς ενοίκους κάπου κοντά, και έτσι πήγαμε για την παραλαβή της αγριόπαπιας.
Ο φίλος την είχε αγκαλιασμένη, και η πάπια είχε το κεφάλι της κάτω, λες και ήταν κοιμισμένη. Ξύπνησε όμως τη στιγμή που πήγαμε να τη παραλάβουμε. Προσπάθησε μάταια να φύγει, την αγκαλιάσαμε. Αυτή ησύχασε, έγειρε πάλι το λαιμό της, και τραβήξαμε για το κοτέτσι. Η μυρωδιά της ήταν η χαρακτηριστική που μυρίζουν τα πουλερικά που ζουν στο κοτέτσι. Τη κλείσαμε για βράδυ στο κοτέτσι, στο κλειστό μέρος του, με νερό, καλαμπόκι και μερικά λαχανόφυλλα.
Την επόμενη μέρα ανοίξαμε τη πορτούλα, ώστε η πάπια να μπορεί να βγει και στο εξωτερικό μέρος του κοτετσιού, περιφραγμένο και αυτό με σίτα, και από πάνω με τσίγκια. Η πάπια καθόταν, πάντα σε πλάγια θέση για να μας παρακολουθεί με τα μάτια της. Ήταν φανερά καλύτερα και έτσι την αφήσαμε στην ησυχία της. Τη φωτογραφίσαμε ωστόσο, γιατί θέλαμε να δούμε ακριβώς το είδος της. Είχαμε περιέργεια, από πού να ήρθε άραγε;
Όσο και αν ψάξαμε στο βιβλίο και στο ίντερνετ, δεν ταίριαζε η περιγραφή της με κανένα αγριοπούλι που μπορεί να συναντήσουμε στην Ελλάδα. Στη μηχανή αναζήτησης για αγριόπαπιες στα Ελληνικά και στα Αγγλικά δεν έβγαινε καμία πάπια που να ταιριάζει με αυτήν. Τι μυστήριο! Εντωμεταξύ η πάπια είχε αναθαρρήσει. Βάλαμε νερό σε ένα ανοικτό πλαστικό δοχείο, γιατί ακούσαμε ότι της αρέσει να τσαλαβουτάει και προσπαθήσαμε να την οδηγήσουμε να μπει μέσα. Πάντα μέσα στο κοτέτσι εννοείται.
Εκεί καταλάβαμε ότι η πάπια μάλλον ήταν πάπιος. Όταν μπαίναμε μέσα ύψωνε το λαιμό του, ξεφύσαγε ενοχλημένα και ύψωνε το φτέρωμα του κεφαλιού του, σχηματίζοντας ένα πρόσκαιρο λοφίο, για να μας δείξει ότι ήταν κάποιος και αυτός. Τον σπρώξαμε με ήπιο τρόπο ώσπου μπήκε στη λεκάνη με το νερό, και τότε άρχισε με χαρά να πλένει τα φτερά του και να πλατσουρίζει. Πόσο παράξενο είναι που καταλαβαίνουμε τα συναισθήματα των άλλων όντων εμείς οι άνθρωποι, και εμείς αρκετές φορές κρύβουμε τα δικά μας, πίσω από τα λόγια και τα πρέπει.
Την επόμενη μέρα με τη βοήθεια κάποιων φίλων, αλλά και με αναζήτηση απλά στη λέξη πάπια, στα Ελληνικά, μάθαμε τη ταυτότητα του φίλου μας. Ήταν μία οικιακή μοσχόπαπια. Άρα ο φίλος μας ήταν ένας δραπέτης, από κάποιο κοτέτσι της περιοχής. Από ποιό; - Άγνωστο. Τι θα ‘πρεπε να τον κάναμε; Αν τον αφήναμε απλά ελεύθερο, κατά πάσα πιθανότητα θα κατέληγε στο στομάχι καμιάς αλεπούς ή κουναβιού. Αν τον δίναμε σε κάποιον φίλο που είχε κοτέτσι, θα έπρεπε να τον φάει ο φίλος μας. Εμείς πάντως δεν θα μπορούσαμε να φάμε αυτόν το δραπέτη.
Πέρασαν έτσι λίγες μέρες, με τον πάπιο να μένει στο κοτέτσι. Την ημέρα στο ανοιχτό μέρος και το βράδυ στο κλειστό. Ο πάπιος κάθε μέρα ήταν και καλύτερα. Μια ημέρα θέλαμε να αλλάξουμε το νερό στη λεκάνη. Βόλευε να το κάνουμε αυτό έξω. Με τη λεκάνη έξω σκεφτήκαμε να δώσουμε την ευκαιρία στον πάπιο να κάνει το μπάνιο του έξω μια φορά και όχι μέσα στο στενόχωρο κοτέτσι. Έτσι ανοίξαμε τη πόρτα. Απομακρυνθήκαμε από την είσοδο για να δούμε την αντίδραση του πάπιου.
Αυτός, αμέσως με αποφασιστικό βήμα άρχισε να βγαίνει έξω. Κοιτούσε δεξιά αριστερά, ίσως με έξαψη που μπορούσε πάλι να βγει έξω στο κόσμο. Τότε, το ένα μας σκυλί που ήταν πιο πέρα, τρόμαξε τον πάπιο. Άνοιξε τα φτερά του, ήταν πολύ μεγάλα τα φτερά του, και πέταξε. Πέρασε σχεδόν εξ επαφής από κοντά μας. Ήταν πολύ ξαφνικό και μεγαλόπρεπο μαζί αυτό το πέταγμα. Ο πάπιος κάπως άτσαλα προσγειώθηκε στα κεραμίδια του διπλανού σπιτιού.
Μαζέψαμε τα σκυλιά, γιατί τον γαβγίζανε, και εμείς μπήκαμε στο σπίτι, για να αφήσουμε τον πάπιο με ησυχία να κάνει την επόμενη του κίνηση. Αυτός καθόταν στο ίδιο σημείο στα κεραμίδια. Πότε άνοιγε τα φτερά του για να αισθανθεί τον αέρα, πότε τέντωνε το λαιμό του, λες και αναμετρούσε τις δυνάμεις του. Ήμασταν σίγουροι ότι ετοίμαζε το πέταγμά του, λογικά περιμέναμε να επέστρεφε στο κοτέτσι, όπου είχε σίγουρη προστασία και τροφή. Πέρασαν κάπου δέκα λεπτά.
Ξάφνου, με ένα μεγαλόπρεπο πέταγμα ο πάπιος έφυγε. Άφησε πίσω του τα σπίτια, πίσω του το κοτέτσι και τράβηξε κατά την Ανατολή…
Χαρήκαμε που τον είδαμε να πετάει λεύτερος. Πόσο θα ζούσε; - Άγνωστο. Σκεφτήκαμε να πάμε με το αυτοκίνητο να τον αναζητήσουμε, μπορεί να τον βρίσκαμε. Αλλά και πάλι, για να του προσφέρουμε τι; Μία πιο μακριά ζωή στη φυλακή; - Όχι, θα σεβόμασταν την απόφαση του πάπιου. Ποιος ξέρει, ίσως και εμείς στη θέση του, να κάναμε το ίδιο…
Ο φίλος την είχε αγκαλιασμένη, και η πάπια είχε το κεφάλι της κάτω, λες και ήταν κοιμισμένη. Ξύπνησε όμως τη στιγμή που πήγαμε να τη παραλάβουμε. Προσπάθησε μάταια να φύγει, την αγκαλιάσαμε. Αυτή ησύχασε, έγειρε πάλι το λαιμό της, και τραβήξαμε για το κοτέτσι. Η μυρωδιά της ήταν η χαρακτηριστική που μυρίζουν τα πουλερικά που ζουν στο κοτέτσι. Τη κλείσαμε για βράδυ στο κοτέτσι, στο κλειστό μέρος του, με νερό, καλαμπόκι και μερικά λαχανόφυλλα.
Την επόμενη μέρα ανοίξαμε τη πορτούλα, ώστε η πάπια να μπορεί να βγει και στο εξωτερικό μέρος του κοτετσιού, περιφραγμένο και αυτό με σίτα, και από πάνω με τσίγκια. Η πάπια καθόταν, πάντα σε πλάγια θέση για να μας παρακολουθεί με τα μάτια της. Ήταν φανερά καλύτερα και έτσι την αφήσαμε στην ησυχία της. Τη φωτογραφίσαμε ωστόσο, γιατί θέλαμε να δούμε ακριβώς το είδος της. Είχαμε περιέργεια, από πού να ήρθε άραγε;
Όσο και αν ψάξαμε στο βιβλίο και στο ίντερνετ, δεν ταίριαζε η περιγραφή της με κανένα αγριοπούλι που μπορεί να συναντήσουμε στην Ελλάδα. Στη μηχανή αναζήτησης για αγριόπαπιες στα Ελληνικά και στα Αγγλικά δεν έβγαινε καμία πάπια που να ταιριάζει με αυτήν. Τι μυστήριο! Εντωμεταξύ η πάπια είχε αναθαρρήσει. Βάλαμε νερό σε ένα ανοικτό πλαστικό δοχείο, γιατί ακούσαμε ότι της αρέσει να τσαλαβουτάει και προσπαθήσαμε να την οδηγήσουμε να μπει μέσα. Πάντα μέσα στο κοτέτσι εννοείται.
Εκεί καταλάβαμε ότι η πάπια μάλλον ήταν πάπιος. Όταν μπαίναμε μέσα ύψωνε το λαιμό του, ξεφύσαγε ενοχλημένα και ύψωνε το φτέρωμα του κεφαλιού του, σχηματίζοντας ένα πρόσκαιρο λοφίο, για να μας δείξει ότι ήταν κάποιος και αυτός. Τον σπρώξαμε με ήπιο τρόπο ώσπου μπήκε στη λεκάνη με το νερό, και τότε άρχισε με χαρά να πλένει τα φτερά του και να πλατσουρίζει. Πόσο παράξενο είναι που καταλαβαίνουμε τα συναισθήματα των άλλων όντων εμείς οι άνθρωποι, και εμείς αρκετές φορές κρύβουμε τα δικά μας, πίσω από τα λόγια και τα πρέπει.
Την επόμενη μέρα με τη βοήθεια κάποιων φίλων, αλλά και με αναζήτηση απλά στη λέξη πάπια, στα Ελληνικά, μάθαμε τη ταυτότητα του φίλου μας. Ήταν μία οικιακή μοσχόπαπια. Άρα ο φίλος μας ήταν ένας δραπέτης, από κάποιο κοτέτσι της περιοχής. Από ποιό; - Άγνωστο. Τι θα ‘πρεπε να τον κάναμε; Αν τον αφήναμε απλά ελεύθερο, κατά πάσα πιθανότητα θα κατέληγε στο στομάχι καμιάς αλεπούς ή κουναβιού. Αν τον δίναμε σε κάποιον φίλο που είχε κοτέτσι, θα έπρεπε να τον φάει ο φίλος μας. Εμείς πάντως δεν θα μπορούσαμε να φάμε αυτόν το δραπέτη.
Πέρασαν έτσι λίγες μέρες, με τον πάπιο να μένει στο κοτέτσι. Την ημέρα στο ανοιχτό μέρος και το βράδυ στο κλειστό. Ο πάπιος κάθε μέρα ήταν και καλύτερα. Μια ημέρα θέλαμε να αλλάξουμε το νερό στη λεκάνη. Βόλευε να το κάνουμε αυτό έξω. Με τη λεκάνη έξω σκεφτήκαμε να δώσουμε την ευκαιρία στον πάπιο να κάνει το μπάνιο του έξω μια φορά και όχι μέσα στο στενόχωρο κοτέτσι. Έτσι ανοίξαμε τη πόρτα. Απομακρυνθήκαμε από την είσοδο για να δούμε την αντίδραση του πάπιου.
Αυτός, αμέσως με αποφασιστικό βήμα άρχισε να βγαίνει έξω. Κοιτούσε δεξιά αριστερά, ίσως με έξαψη που μπορούσε πάλι να βγει έξω στο κόσμο. Τότε, το ένα μας σκυλί που ήταν πιο πέρα, τρόμαξε τον πάπιο. Άνοιξε τα φτερά του, ήταν πολύ μεγάλα τα φτερά του, και πέταξε. Πέρασε σχεδόν εξ επαφής από κοντά μας. Ήταν πολύ ξαφνικό και μεγαλόπρεπο μαζί αυτό το πέταγμα. Ο πάπιος κάπως άτσαλα προσγειώθηκε στα κεραμίδια του διπλανού σπιτιού.
Μαζέψαμε τα σκυλιά, γιατί τον γαβγίζανε, και εμείς μπήκαμε στο σπίτι, για να αφήσουμε τον πάπιο με ησυχία να κάνει την επόμενη του κίνηση. Αυτός καθόταν στο ίδιο σημείο στα κεραμίδια. Πότε άνοιγε τα φτερά του για να αισθανθεί τον αέρα, πότε τέντωνε το λαιμό του, λες και αναμετρούσε τις δυνάμεις του. Ήμασταν σίγουροι ότι ετοίμαζε το πέταγμά του, λογικά περιμέναμε να επέστρεφε στο κοτέτσι, όπου είχε σίγουρη προστασία και τροφή. Πέρασαν κάπου δέκα λεπτά.
Ξάφνου, με ένα μεγαλόπρεπο πέταγμα ο πάπιος έφυγε. Άφησε πίσω του τα σπίτια, πίσω του το κοτέτσι και τράβηξε κατά την Ανατολή…
Χαρήκαμε που τον είδαμε να πετάει λεύτερος. Πόσο θα ζούσε; - Άγνωστο. Σκεφτήκαμε να πάμε με το αυτοκίνητο να τον αναζητήσουμε, μπορεί να τον βρίσκαμε. Αλλά και πάλι, για να του προσφέρουμε τι; Μία πιο μακριά ζωή στη φυλακή; - Όχι, θα σεβόμασταν την απόφαση του πάπιου. Ποιος ξέρει, ίσως και εμείς στη θέση του, να κάναμε το ίδιο…