Χαμζάρ Μπέη Τζαμί ή πιο γνωστό ως Αλκαζάρ

Είναι χτισμένο στα πρότυπα της ιερής πόλης Μέκκας και ήταν το πρώτο Τζαμί που χτίστηκε στη Θεσσαλονίκη.

Βρίσκεται στη διασταύρωση των οδών Εγνατία και Βενιζέλου.

Η ιστορία του

Το αρχικό τέμενος έχτισε η Χαφσά, κόρη του Τούρκου αξιωματούχου Χαμζά μπέη, στο δεύτερο μισό του 15ου αι.(1467), στα χρόνια του Μουράτ του Β΄. Το όνομα τής Χαφσά είχε ήδη από τα μέσα του 16ου αιώνα απαλείφεται από την ονομασία του τεμένους, το οποίο έμεινε γνωστό με το όνομα του πατέρα της, Χαμζά Μπέη (οθωμανού αξιωματούχου κατά την περίοδο βασιλείας του Μωάμεθ Β’ του Πορθητή).



Εικάζεται ότι κτίστηκε εκεί ίσως διότι στη θέση του προϋπήρχε γυναικείο μοναστήρι, παράδοση την οποία σεβάστηκαν οι Οθωμανοί μετά την άλωση της Πόλης χτίζοντας ένα τέμενος με ιδρυτή γυναίκα, τη Χαφσά Χατούν, κόρη του τούρκου αξιωματούχου Χαμζά μπέη. Aυτό ήταν το πρώτο τζαμί που χτίστηκε στην πόλη σε μια περίοδο, κατά την οποία λειτουργούσαν ακόμη ναοί, όπως του Αγίου Δημητρίου και της του Θεού Σοφίας.

Στη συνέχεια προστέθηκε έξω από το τέμενος η περίστυλη αυλή με κίονες και κιονόκρανα παλαιοχριστιανικά. Τον Αύγουστο του 1569 ο σουλτάνος Σελήμ Β’ (1564-1574) διέταξε την απόσπαση είκοσι κιόνων από τον ναό του Αγίου Μηνά, τον μητροπολιτικό ναό των Ασωμάτων (Ροτόντα) και το γνωστό από τις πηγές ανδρώο «βασιλικό» μοναστήρι της Θεοτόκου του Υπομιμνήσκοντος.

"Έχουν εντοπισθεί παλαιοχριστιανικοί κίονες σε πολλά οθωμανικά κτίρια, όχι μόνον εδώ αλλά μέχρι και στη Βόρεια Αφρική. Χρησιμοποιούνται μεν ως έτοιμο υλικό, αλλά είναι και υλικό που συνδέει τους ανθρώπους με το παρελθόν. Όλοι οι άνθρωποι νιώθουν αυτή την ανάγκη", κατά την άποψη των αρχαιολόγων.

Το μνημείο ανεγέρθηκε ως μεστζίτ, δηλαδή μικρό συνοικιακό τέμενος. Χαρακτηρίζεται για πρώτη φορά ως τζαμί στα τέλη του 16ου αιώνα, στο γεωγραφικό έργο του Ασίκ Μεχμέτ, ο οποίος αναφέρει ότι χτίστηκε ως μεστζίτ, μεγαλύνθηκε, ωστόσο, και μετατράπηκε σε τζαμί, λόγω της πληθυσμιακής αύξησης και της οικονομικής ευημερίας της Θεσσαλονίκης.

Λίγα μέτρα βόρεια από το τζαμί επί της οδού Βενιζέλου υπήρχε το Καραβάν Σαράι, κατάλυμα ταξιδιωτών και προσκυνητών κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας αποτέλεσε. Στη θέση του παλιού και ομώνυμου χανιού της πόλης, προπολεμικά κτίστηκε ένα πολυώροφο κτίριο για να λειτουργήσει ως ξενοδοχείο, όπου όμως για άγνωστους λόγους και για πολλές δεκαετίες στεγάζονταν το παλιό δημαρχείο της πόλης.

Είναι χτισμένο στα πρότυπα της ιερής πόλης Μέκκας. Η τετράγωνη θολοσκεπής αίθουσα ύψους 17 μ. φωτίζεται από οκτώ τοξωτά παράθυρα και έναν κυκλικό φεγγίτη. Είκοσι δύο μαρμάρινες κολώνες με 15 κιονόκρανα παλαιοχριστιανικών χρόνων (5ος - 6ος αι.) στηρίζουν τις στοές που περιβάλλουν τον αίθριο χώρο. Το κτίριο έπαψε να λειτουργεί ως τζαμί μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης (1912). Κηρύχθηκε διατηρητέο τον Μάιο του 1926 στο πλαίσιο των ανταλλαγών περιουσιών της μουφτείας Θεσσαλονίκης. Το 1927 περιήλθε στην κυριότητα της Εθνικής Τράπεζας, η οποία το πούλησε με δημοπρασία σε ιδιώτη. Μετά τη μεταπολίτευση, ο ιδιοκτήτης το δώρισε στον Ερυθρό Σταυρό.

Μία άποψη

Ο Αργύρης Μπακιρτζής, τραγουδοποιός αλλά και αρχιτέκτονας της 12ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων του ΥΠΠΟΤ, λέει ότι στην καριέρα του αντιμετώπισε πολλές φορές την πρόκληση της αναστήλωσης ενός οθωμανικού τζαμιού. «Ήταν η πρώτη φορά που το Αλκαζάρ εντάχθηκε με έναν άλλον τρόπο στη ζωή της πόλης και μάλλον το έναυσμα για να αρχίσουν αργότερα τα προγράμματα αποκατάστασης του μνημείου» επισημαίνει.

Και προσθέτει: «Εάν ένα χριστιανικό μνημείο σε μη ελληνικό έδαφος μετατρεπόταν σε σινέ-πορνό, αντιλαμβάνεστε ότι θα ήταν μέγα θέμα». Σκεφθείτε δε ότι το εν λόγω τζαμί, σύμφωνα με την κτητορική του επιγραφή είναι ο αρχαιότερος ισλαμικός ευκτήριος οίκος που χτίστηκε στη Θεσσαλονίκη (1467-8).


«Όταν το 1982 μας ζήτησαν από τα 'Δημήτρια' να συμμετάσχουμε στο φεστιβάλ με τους 'Χειμερινούς Κολυμβητές', δεχτήκαμε, με τη συμφωνία η συναυλία να γίνει στο Αλκαζάρ.
Πράγματι παίξαμε και μετά ο κινηματογράφος συνέχισε το πρόγραμμά του με μια ταινία».

«Η επιγραφή που βρίσκεται στα δεξιά τής εισόδου αναγράφει 'Οι χώροι λατρείας ανήκουν στον Αλλάχ. Γι’ αυτό, μην επικαλείσαι κανέναν εκτός από τον Αλλάχ/ Αυτό το ευλογημένο τέμενος χτίστηκε από τη Χαφσά, κόρη του Χαμζά Μπέη -μακάρι ο τάφος της να είναι εξαγνισμένος-/ Μακάρι ο Θεός να ελεεί όσους επισκέπτονται το τέμενος και προσεύχονται για την ιδρύτρια. Το έτος (Εγίρας), οκτακόσια εβδομήντα δύο'». Η δεύτερη επιγραφή, που τοποθετήθηκε πάνω από το υπέρθυρο της εισόδου, μετατοπίζοντας την επιγραφή της Χαφσά, μνημονεύει επισκευή ή ανακαίνιση του συγκροτήματος το 1619.


Το τέμενος υπέστη πολλές ζημίες στη μακρόχρονη ιστορία του. Στους χώρους του βρήκαν στέγη πρόσφυγες και τα ίχνη τής διαβίωσής τους υπάρχουν ακόμη, όπως για παράδειγμα η μετατροπή της εισόδου στο πατάρι του χώρου προσευχής σε τζάκι. Άλλοι χώροι διαμορφώθηκαν σε καταστήματα, ενώ η μεγαλύτερη παρέμβαση έγινε με τη μετατροπή της αυλής σε κινηματογράφο, ανοιχτό αρχικά και στη συνέχεια κλειστό, με την τοποθέτηση στέγης πάνω από την αυλή.

Μεταλλική στο ύφος του πύργου του Άιφελ, κατά τους αρχαιολόγους "είναι της ίδιας εποχής, με την ίδια τεχνική, με τα ίδια μπουλόνια", θα διατηρηθεί αφού και αυτή αποτελεί έναν κρίκο στη μεγάλη ιστορία του μνημείου. Θα διατηρηθεί και η σε ύφος αρτ νουβό είσοδός του.

Λίγοι θα θυμούνται το Αλκαζάρ ως κινηματογράφο που είχε γνωρίσει ημέρες δόξας. Ζωσμένο από μικρά καταστήματα, αποτέλεσε σημείο αναφοράς για τους κατοίκους της Θεσσαλονίκης, ακόμη και όταν ο κινηματογράφος έκλεισε, όταν οι ρυτίδες του βάθυναν τόσο πολύ, ώστε κρίθηκε επικίνδυνο. Ναι μεν τα μαγαζιά συνέχισαν να λειτουργούν, αλλά έπρεπε να ληφθούν αποφάσεις για το μέλλον του.

Η απόφαση για την κατασκευή του μετρό σίγουρα επιτάχυνε τις διαδικασίες. Πριν από περίπου δύο χρόνια υπογράφηκε η παραχώρησή του από τον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό, έως τότε ιδιοκτήτη του, στο υπουργείο Πολιτισμού. Τα καταστήματα έκλεισαν, οι πραμάτειες τους μεταφέρθηκαν αλλού, τοποθετήθηκε ένας μεταλλικός φράκτης, για να κρατήσει μακριά τυχόν απρόσκλητους επισκέπτες.

Τελικά, στα μέσα του φθινοπώρου του 2006 οι πόρτες του Αλκαζάρ άνοιξαν πάλι, για να μπουν οι αρχαιολόγοι της 9ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων και οι εργάτες, ως γιατροί και νοσηλευτές που στόχο είχαν να δώσουν στο μνημείο τη χαμένη του ζωντάνια.



Αντίκρισαν σπασμένες πολυθρόνες του τέως κινηματογράφου και σκουπίδια, βρόμικους τοίχους και σκονισμένες βιτρίνες. Άρχισαν την απομάκρυνσή τους με φορτηγά του δήμου. Ακολούθησε ο εντοπισμός των σημαδιών που άφησαν στο μνημείο οι μετέπειτα χρήστες του. Τοίχοι που γκρεμίστηκαν, άλλοι που χτίσθηκαν αλλοιώνοντας την όψη του τεμένους, με στόχο πάντα την εκμετάλλευση κάθε γωνιάς του.

Με ραδιοκύματα ανιχνεύουν το τζαμί Χαμζά Μπέη. Σαρώνουν το υπέδαφος για να χαρτογραφήσουν το παρελθόν και να ανιχνεύσουν αρχαιότητες που βρίσκονται κάτω από τα θεμέλια.

Παράλληλα, το μνημείο άρχισε να αποκτά φωνή. Κάτω από τον μουντό γκρι σοβά στην αίθουσα του κινηματογράφου φάνηκαν τα βαθιά σκούρα κόκκινα χρώματα που διακοσμούσαν τμήματα των αψίδων. Οι κίονες και τα παλαιοχριστιανικά κιονόκρανα. Και ψηλά, γύρω από τον θόλο στον χώρο της προσευχής, καλλιγραφημένες επιγραφές, όπως επιτάσσει το μουσουλμανικό θρησκευτικό τυπικό.

Όμως δεν ήταν μόνον αυτά. Οι αρχαιολόγοι με τη ματιά τους εντόπισαν και στοιχεία που εμπλούτισαν τις γνώσεις τους. Η κάτοψη του κτίσματος ολοκληρώθηκε, αποκαλύφθηκε ο τρόπος με τον οποίο, με την παρεμβολή ημιχωνίων, σύμφωνα με την ορολογία, ο τετράγωνος χώρος της προσευχής, μετατράπηκε σε κύκλο πάνω στον οποίο κάθεται ο τρούλος.

«Το κτηριακό συγκρότημα -στη σημερινή του μορφή- είναι σύνθετο στην κάτοψη και περιλαμβάνει την τρουλαία αίθουσα προσευχής, περίστωο με πλευρικά διαμερίσματα και προστώο, στο οποίο προσαρτάται τρίπλευρη ασύμμετρη στοά που σε συνδυασμό με τη βορειοδυτική πτέρυγα του περιστώου, διαμορφώνει ευρεία περίστυλη αυλή. Τα στοιχεία αυτά το καθιστούν το μεγαλύτερο τζαμί της ελληνικής επικράτειας, με συνολική έκταση περίπου 1.150 τ.μ.».



Το Χαμζά Μπέη τζαμί είναι το μοναδικό στον χώρο της Βαλκανικής που διαθέτει αίθριο, με εξαίρεση τα τζαμιά της Αδριανούπολης και της Κωνσταντινούπολης, που υπήρξαν πρωτεύουσες της αυτοκρατορίας και έδρες του σουλτανάτου. Πρόκειται για το μοναδικό τέμενος με αίθριο, ο κτήτορας του οποίου δεν ήταν σουλτάνος, καθώς αποτελούσε άγραφο προνόμιο των οθωμανών σουλτάνων να έχουν περίστυλες αυλές στα τζαμιά τους. Πρόσφατα, μάλιστα, η προσάρτηση του αιθρίου στο τζαμί συνδέθηκε με τον σουλτάνο Σελήμ Β’.

Ο χρόνος και η φυσική φθορά είναι αναπόφευκτα και δεν ενοχλούν. Δεν συνέβη όμως το ίδιο με τις επεμβάσεις που εκτελέστηκαν κυρίως από τους ιδιοκτήτες των καταστημάτων. Αναλογιστείτε ότι διάνοιξαν βιτρίνες στον συμπαγή νότιο τοίχο του αιθρίου ή ότι άνοιξαν υπόγεια στα θεμέλια του κτιρίου, για να αυξήσουν τους αποθηκευτικούς χώρους των επιχειρήσεων τους.

Έλλειψη σεβασμού για το μνημείο; Ελλιπώς ανεπτυγμένη συνείδηση για το παρελθόν; Ανάγκη; Ό,τι κι αν ήταν, πλήγωσε βαθιά την αισθητική, αλλά και τη στατικότητα του μνημείου.

Το 1923, το κτήριο συγκαταλέχθηκε στις ανταλλάξιμες περιουσίες, περιήλθε στην Εθνική Τράπεζα και αρχικώς στέγασε στρατιωτικές υπηρεσίες -συμπεριλαμβανομένου ενός τηλεγραφείου. Παρά το γεγονός ότι το 1926 κηρύχθηκε διατηρητέο μνημείο, το 1928 δημοπρατήθηκε από την Εθνική Τράπεζα σε ιδιώτη, οι κληρονόμοι του οποίου το δώρισαν το 1977 στον Ερυθρό Σταυρό. Από το 1928 έως το 2006, όταν το μνημείο περιήλθε στην κυριότητα του υπουργείου Πολιτισμού, λειτουργούσε ως εμπορικό κέντρο, για τις ανάγκες του οποίου έγιναν επεμβάσεις που το κατέστησαν αγνώριστο ως προς την αρχική του λειτουργία.

Το Χαμζάρ Μπεη Τζαμί σήμερα (φωτογραφίες Δημήτρης Συμεωνίδης):