Η πρωτεύουσα των Φιλιππίνων, Μανίλα, είναι τόσο πυκνοκατοικημένη που χιλιάδες κάτοικοι δεν βρίσκουν στέγη και αναγκάζονται να αναζητήσουν μια εναλλακτική λύση, καταφεύγοντας στα νεκροταφεία της πόλης.
Η Μανίλα, των 12 εκατομμυρίων κατοίκων, αποτελεί την 11η μεγαλύτερη μητροπολιτική περιοχή στον κόσμο και την 5η πιο πυκνοκατοικημένη πόλη. Η συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων της είναι φτωχοί, με το 40% του πληθυσμού να ζει κάτω από το όριο της φτώχειας.
Ετσι, πολλοί κάτοικοι καταφεύγουν στο νεκροταφείο στη βόρεια Μανίλα, που αποτελεί το παλαιότερο και μεγαλύτερο της περιοχής, με έκταση 50 στρέμματα. Ανάμεσα σε παράγκες με ξύλινες λαμαρίνες, στοιβάζονται καθημερινά εκατοντάδες άνθρωποι, που κοιμούνται πάνω στους κρύους μαρμάρινους τάφους.
Η ηλεκτρική ενέργεια παρέχεται από ένα κοντινό δρόμο, ενώ το πόσιμο νερό προέρχεται από ένα από τα δεκάδες φρέατα γύρω από το νεκροταφείο.
Πέρα από τη μαυρίλα του τοπίου, στα σοκάκια του νεκροταφείου υπάρχουν πλέον μπασκέτες, πάγκοι για φαγητό και τσιγάρα για τους κατοίκους και όσους επισκέπτονται τους νεκρούς τους.
Υπάρχουν αίθουσες καραόκε, εστιατόρια ακόμη και ίντερνετ καφέ . Αυτό δεν σημαίνει πως το νεκροταφείο δεν είναι λειτουργικό, αφού καθημερινά φιλοξενεί μέχρι και 80 κηδείες. Πολλά παιδιά μεγαλώνοντας βρίσκουν εργασία στο νεκροταφείο, μεταφέροντας φέρετρα για 50 πέσος περίπου δηλαδή 50 σέντς.
Τα παιδιά συλλέγουν παλιοσίδερα, πλαστικά και άλλα σκουπίδια τα οποία πωλούν και φροντίζουν να διατηρούν τους τάφους καθαρούς. Το φαινόμενο αυτό λαμβάνει χώρα από το 1950 και το 1990 σημειώθηκε αύξηση του πληθυσμού με τους πολλούς μετανάστες που συνέρρεαν στην πόλη. Από το 2012 , εκτιμάται ότι περίπου 6.000 άνθρωποι ζουν στο νεκροταφείο.
Η Μανίλα, των 12 εκατομμυρίων κατοίκων, αποτελεί την 11η μεγαλύτερη μητροπολιτική περιοχή στον κόσμο και την 5η πιο πυκνοκατοικημένη πόλη. Η συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων της είναι φτωχοί, με το 40% του πληθυσμού να ζει κάτω από το όριο της φτώχειας.
Ετσι, πολλοί κάτοικοι καταφεύγουν στο νεκροταφείο στη βόρεια Μανίλα, που αποτελεί το παλαιότερο και μεγαλύτερο της περιοχής, με έκταση 50 στρέμματα. Ανάμεσα σε παράγκες με ξύλινες λαμαρίνες, στοιβάζονται καθημερινά εκατοντάδες άνθρωποι, που κοιμούνται πάνω στους κρύους μαρμάρινους τάφους.
Η ηλεκτρική ενέργεια παρέχεται από ένα κοντινό δρόμο, ενώ το πόσιμο νερό προέρχεται από ένα από τα δεκάδες φρέατα γύρω από το νεκροταφείο.
Πέρα από τη μαυρίλα του τοπίου, στα σοκάκια του νεκροταφείου υπάρχουν πλέον μπασκέτες, πάγκοι για φαγητό και τσιγάρα για τους κατοίκους και όσους επισκέπτονται τους νεκρούς τους.
Υπάρχουν αίθουσες καραόκε, εστιατόρια ακόμη και ίντερνετ καφέ . Αυτό δεν σημαίνει πως το νεκροταφείο δεν είναι λειτουργικό, αφού καθημερινά φιλοξενεί μέχρι και 80 κηδείες. Πολλά παιδιά μεγαλώνοντας βρίσκουν εργασία στο νεκροταφείο, μεταφέροντας φέρετρα για 50 πέσος περίπου δηλαδή 50 σέντς.
Τα παιδιά συλλέγουν παλιοσίδερα, πλαστικά και άλλα σκουπίδια τα οποία πωλούν και φροντίζουν να διατηρούν τους τάφους καθαρούς. Το φαινόμενο αυτό λαμβάνει χώρα από το 1950 και το 1990 σημειώθηκε αύξηση του πληθυσμού με τους πολλούς μετανάστες που συνέρρεαν στην πόλη. Από το 2012 , εκτιμάται ότι περίπου 6.000 άνθρωποι ζουν στο νεκροταφείο.